-
1 клепать
1. -паю, -паешьκ. -плю, -плешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клёпанный, βρ: -пан, -а, -о, προστκ. клепай κ. клеплиρ.δ. μ. πριτσινάρω, γυρώ.εκφρ.клепать кос – ισιώνω την κοσιά (με χτυπήματα σφυριού).2. -пли, -плешь, προστκ. клепли ρ.δ. (απλ.) συκοφαντώ, διαβάλλω, κακολογώ.